- κρουματοποιός
- κρουματοποιός, ὁ (Α)μουσικός ή μουσικοσυνθέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κροῦμα + -ποιός (< ποιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρουματοποιός — musician masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουματοποιοῦ — κρουματοποιός musician masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουματοποιούς — κρουματοποιός musician masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουματοποιόν — κρουματοποιός musician masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)